μπαταλεύω

μπαταλεύω
μπαταλεύω, μπατάλεψα βλ. πίν. 17

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαταλεύω — [μπατάλης] 1. γίνομαι μπατάλης, γίνομαι χοντρός, πλαδαρός, άχαρος και δυσκίνητος …   Dictionary of Greek

  • μπαταλεύω — μπατάλεψα, γίνομαι δυσκίνητος, πλαδαρός, άχαρος: Από τότε που σταμάτησα τη γυμναστική μπατάλεψα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπατάλεμα — το [μπαταλεύω] το να γίνεται κανείς μπατάλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”